- μάθας
- μάθᾱς , μάθηfem acc plμάθᾱς , μάθηfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαθάς, Ζαχαρίας — Βλ. λ. Ζαχαρίας. Όνομα ιερωμένων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (5.) … Dictionary of Greek
Μαθάς, Θεοδόσιος — (; – 1850). Αγωνιστής του 1821 από τη Θήρα (Σαντορίνη). Πρόκριτος της Θήρας, πήρε μέρος στην οργάνωση ναυτικών σωμάτων του νησιού του και αγωνίστηκε να εξουδετερώσει αντεθνικές ενέργειες ορισμένων συμπατριωτών του. Το 1825 κατηγορήθηκε ότι… … Dictionary of Greek
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek
Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… … Dictionary of Greek